Σύμφωνα με τις διηγήσεις των παλαιοτέρων και κάποιες άλλες γραπτές μαρτυρίες οι Καϊτσιώτες, που κατοικούσαν στο Παλιοχώρι, καλλιεργούσαν τις διάφορες βουνοπλαγιές φθάνοντας μέχρι το σημερινό νεκροταφείο. Από εκεί και κάτω τα κτήματα του κάμπου ανήκαν στους Τούρκους. Χειριζόταν δε τα κτήματα αυτά ο εκ Σμοκόβου καταγόμενος Κώστας (ή Γούλας;) Τσάπαλος. Θέλοντας, λοιπόν, οι Καϊτσιώτες να αγοράσουν το τούρκικο κτήμα του κάμπου, έστειλαν τον Κώστα Τσάπαλο ως πληρεξούσιο στον Πασά και κράτησε επ' ονόματί του τη νομή (αέρα).
Όταν οι Καϊτσιώτες διαπίστωσαν την εις βάρος τους απάτη, σκέφθηκαν να σκοτώσουν τον Τσάπαλο. Η συγκέντρωση έγινε στον Αϊ-Γιώργη. Επικράτησε η γνώμη του Κούβελου να μην τον σκοτώσουν, αλλά να καιροφυλακτήσουν, να του κτυπήσουν τη φοράδα και να τον εκβιάσουν, ώστε να τους παραχωρήσει και τη νομή. Έτσι και έγινε. Οι νεαροί Καϊτσιώτες, Καρπούζας, Οικονόμου, Καραΐσκος κλπ., έστησαν καρτέρι στη γέφυρα Σμοκόβου, στην Κακιά Σκάλα του δρόμου από Καρδίτσα προς Σμόκοβο. Καθώς αυτός περνούσε, του τραυμάτισαν το άλογο και απειλώντας τον ανάγκασαν να τους χορηγήσει και τη νομή και έξι κλήρους επιπλέον που είχε επ' ονόματί του αντί άλλων 5-6 χιλιάδων γροσίων.
Οι μερίδες (κλήροι) ήταν 64, ήτοι 60 των κατοίκων και 4 υπέρ της εκκλησίας. Κάθε κλήρος είχε 120 στρέμματα, ήτοι σύνολο 7.440 στρέμματα. Αυτά αγοράστηκαν από τους Τούρκους μέσω Τσάπαλου. 'Αγνωστη όμως ακόμη παραμένει η χρονολογία αγοράς. Προτάθηκαν οι χρονολογίες 1834,1835, μάλλον απίθανες. Ο δάσκαλος Αντ. Οικονόμου αναφέρει τα έτη 1863-1866 ως έτη πρώτης και δεύτερης αγοράς. Τα ονόματα όμως που αναφέρονται ως συνομιλητές του Τσάπαλου (Οικονόμου κλπ.) ήταν σε ηλικία 25 ετών περίπου κατά το 1880. Πρέπει λοιπόν η αγορά να έγινε από το 1874 μέχρι 1881. Τα συμβόλαια λέγονταν ταπιά. Οι πλάκες ήταν είδος χαρτών για τον καθορισμό των ορίων. Υπήρχαν και τα λεγόμενα πατρικά, που είχαν αγοράσει μόνοι τους μερικοί Καϊτσιώτες. Υπήρχαν και κάποια χωράφια, τα χασομέρια που έπαιρναν μερικοί ως αμοιβή για εξυπηρετήσεις προς το χωριό. Φυσικά οι πληροφορίες παραλλάσσουν από στόμα σε στόμα, αφού δεν έχουμε ακόμη κάποια γραπτή μαρτυρία.
Το κτήμα της Καΐτσας μέχρι το 1820 ανήκε στον Αλή Πασά Ιωαννίνων. Μετά το 1820 το κτήμα περιήλθε στον Σουλτάνο, και από τους Τούρκους στους Καϊτσιώτες. Με τις συνεχείς κατατμήσεις και λόγω κληρονομιών, το κτήμα είχε καταστεί ασύμφορο. Για τον λόγο αυτό ήταν αναγκαίος ο αναδασμός.
Ο αναδασμός αυτού του κτήματος έγινε το 1962 και συμπληρώθηκε με τον β' αναδασμό του 1979, που αφορούσε, τις Λωρίδες, τα Φούρνια, το Κουβάτι, τις Τριανταφυλλιές, Μολτσόρεμα, Προσήλια, Λαγούτσικο, Ζμάκι, σε σύνολο 1.207,875 στρ., που βρισκόταν στην κατοχή της Καΐτσας από το 1882 «εκ διαδοχής του τουρκικού κράτους δικαιώματι πολέμου και κατακτήσεως δυνάμει των Διεθνών Συνθηκών, δι' ών προσηρτήθη η Θεσσαλία εις το Ελληνικόν Κράτος, δι' ών καθωρίσθησαν τα σύνορα αυτής», και που επικυρώθηκε με την υπ' αριθμ.6352/1983 νομαρχιακή πράξη.
Και επειδή ο λόγος περί «Λωρίδων», πρέπει να λεχθούν λίγα λόγια για τη μακροχρόνια διεκδίκηση των «Λωρίδων» και του Κούμαρου, περίπου 6.500 στρεμμάτων, μεταξύ Καΐτσας και Αγόριανης.
Η δίκη άρχισε το 1926 και έληξε το 1980 με τη δικαίωση της Καΐτσας. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην απόφαση 726/1926 του Πρωτοδικείου Λαμίας, ο Κούμαρος και οι Λωρίδες ήταν κτήμα του Αλή Πασά Ιωαννίνων, που με την πτώση του το 1820 περιήλθε στην κυριότητα του Σουλτάνου μέχρι το 1879, οπότε αγοράσθηκε το τσιφλίκι της Αγόριανης από τον Αριστείδη Μουσούρη (τουρκική χρονολογία 1929, 24 Ραμπιούλ) με 21 αυτοκρατορικά μονογράμματα (ταπιά). Ο Μουσούρης μεταβίβασε το 1882 το τσιφλίκι με το υπ' αριθμ. 1378 συμβόλαιο στον συμβολαιογράφο Βόλου Κων.Βλαχονικολόπουλο και το οποίο μεταγράφηκε στα βιβλία του Δήμου Θαυμακών στις 22 Οκτωβρίου 1882. Τις Λουρίδες όμως διεκδικούσαν και οι Καϊτσιώτες, αφού, εξάλλου και τις Λουρίδες και τον Κούμαρο (6.500 στρέμματα) τα νέμονταν από πολλές δεκαετίες. Τελικά τα Δικαστήρια κατακύρωσαν τα εδάφη αυτά στην Καΐτσα αφού δεν κατόρθωσαν οι Αγοριανίτες να προσκομίσουν πειστήρια.
Μετά την αγορά του κτήματος από τον Τσάπαλο, πολλοί Καϊτσιώτες κατέβηκαν στη θέση του σημερινού χωριού και μετέφεραν εκεί τα νοικοκυριά τους. Μερικοί, που ήθελαν να μείνουν στην Παλιοκαΐτσα έφερναν προσκόμματα, αλλά τελικά αναγκάσθηκαν όλοι να κατέβουν και να έχουν πλέον ως τόπο μόνιμης κατοικίας το καινούριο χωριό.
Η εγκατάσταση στο καινούριο χωριό άρχισε μετά το 1897 και ολοκληρώθηκε με τα εγκαίνια του Ι.Ναού του Αγίου Νικολάου στα 1908, που κτίσθηκε με δωρεά του Ανδρέα Συγγρού, όπως έγινε και για το κτίσιμο σχολείων και ναών και άλλων χωριών.
Κατά τον ατυχή πόλεμο του 1897, όπως προαναφέρθηκε, η Καΐτσα έδωσε το παρόν με τη συμμετοχή των τέκνων της και με θύματα το Ν.Λύκο και τον Γεώργιο Αθαν.Καπάλα, ετών 45, δήμαρχο Ταμασίου.
Απόσπασμα από τη μελέτη του κ. Δημητρίου Γ. Κουτρούμπα (Διδάκτορα Ιστορίας, Γεν. Επιθεωρητή Μ.Ε.).
Το 1992 στον 5ο τόμο της εκδόσεως «ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΔΟΜΟΚΟΥ».