Ήδη από όσα μέχρι τώρα γράφτηκαν, διατυπώθηκαν απόψεις ότι οι πρώτοι κάτοικοι της Καΐτσας κατάγονταν από την Πάργα, το Σούλι της Ηπείρου κλπ. Δεν έχουμε τη δυνατότητα επαληθεύσεως.
  Κατά τον αείμνηστο δάσκαλό μας, εκ προγόνων επίσης Καϊτσιώτη, Αντώνη Οικονόμου και ανιψιό του παλιότερου Γιάννη Οικονόμου, που πρότεινε την ονομασία Μακρυρράχη, στο κατάλοιπο χειρόγραφό του «Περί της ιστορίας του χωριού και των Προγόνων μας», το ιστορικό της εγκαταστάσεως στη θέση της Παλιοκαΐτσας έχει ως εξής : «Η Καΐτσα (σαν χωριό)» λέει ο δάσκαλος, «βρισκόταν προ της καταλήψεως της Ελλάδος από τους Τούρκους (σ.σ. στα 1395 ή 1420;) στη θέση ΜΠΑΜΠΑΛΗ ΚΙΟΣΚΙ, που βρίσκεται βορείως της γέφυρας της σιδ.γραμμής (σ.σ. βορείως του Σιδηροδρομικού Σταθμού) που παλιά ήταν μια μεγάλη πηγή και που τότε το χωριό λεγόταν ΛΑΓΚΑ.
  Όταν ήλθαν οι Τούρκοι, έδιωξαν τους κατοίκους και εγκαταστάθηκαν αυτοί στο χωριό, ενώ οι κάτοικοι ανέβηκαν στο Παλιοχώρι.
Μαζί με τους Λαγκιώτες εξεδιώχθησαν και οι κάτοικοι άλλων δύο χωριών, της Αγίας Τριάδος (Δερελί) και του χωριού, που βρίσκονταν στις Πέντε Βρύσες (του Νεζερού).
  Τα χωριά αυτά πυρπολήθηκαν για μια βραδιά από βλάχους. Η αιτία, συνεχίζει ο Αντώνης Οικονόμου, ήταν η εξής : Οι Βλάχοι περνούσαν από εκεί με νύφη από τη Θεσσαλία προς Φθιώτιδα και οι Τούρκοι τους πήραν τη νύφη. Σε λίγο καιρό μετά έμασαν (οι Βλάχοι) μεγάλη ομάδα και σε μια βραδιά έκαψαν και τα τρία αυτά Τουρκοχώρια».
  Εδώ βλέπουμε μια άλλη άποψη, ότι στην Παλιοκαΐτσα εγκαταστάθηκαν οι διωχθέντες από τη Λάγκα, που βρισκόταν στην πλαγιά, βόρεια της θέσεως του σημερινού σιδηροδρομικού σταθμού Αγγειών, κατά την πληροφορία του Αντώνη Οικονόμου, που και αυτός μεταφέρει μνήμες παλαιοτέρων. Δεν έχουμε άλλες σαφείς και μάλιστα γραπτές μαρτυρίες μέχρι τώρα για τα πρώτα στάδια εγκαταστάσεως και εξελίξεως του χωριού.
Μπορούμε όμως να συμπεράνουμε μερικά στοιχεία από τα πιστοποιητικά που χρησιμοποιούσαν οι απόγονοι των Καϊτσιωτών αγωνιστών του 1821 στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν κάποια ευεργετήματα από την ονομαζόμενη «Επιτροπή Εκδουλεύσεων» του Ελληνικού Κράτους. Τα πιστοποιητικά αυτά είναι έγκυρα, αφού εκδόθηκαν από δικαστικές και δημοτικές αρχές και φέρουν υπογραφές σπουδαίων αξιωματικών και καπεταναίων του 1821, όπως του υποστρ. Μήτσου Κοντογιάννη, του Κλίμακα, του Χριστόφορου Περραιβού, του Γιάννη Στράτου, που σκοτώθηκε στο Μεσολόγγι, και άλλων.
Τα χειρόγραφα αυτά, βρίσκονται στο Αρχείο Αγωνιστών του τμήματος Χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης, επί της οδού Πανεπιστημίου.
Οι πληροφορίες αυτές για την Καΐτσα αντλούνται από τα πιστοποιητικά δράσεως των 8-9 Καϊτσιωτών αγωνιστών του 1821. Μαζί με αυτούς ασφαλώς αγωνίστηκαν και άλλοι Καϊτσιώτες, για τους οποίους δεν έχουμε πληροφορίες. Οι Καϊτσιώτες εκείνοι λοιπόν αποκαλούσαν ανενδοίαστα την Καΐτσα των «Οθωμανικών Αγράφων» ως πατρίδα τους. Αυτό σημαίνει, πως αυτοί γεννήθηκαν στην Καΐτσα, όπου κατοικούσαν και οι γονείς τους. Άρα το χωριό ήταν αρκετά παλιότερο και πάντως κτίσθηκε πολύ πριν από το 1800.
  Μοναδική όσο και πολύ σημαντική φαίνεται η πληροφορία που δίδει ο Καρυώτης δάσκαλος Δημήτριος Βασ. Καράλης στην προαναφερόμενη «Ιστορία της Επαρχίας Δομοκού», που την μεταφέρουμε αυτούσια : Η Καΐτσα (Μακρυρράχη) ιδρύθηκε στα 1780 από τους Κοτρουμπαίους, Κουτσικαίους, Καρατσολαίους, Οικονομαίους, Πετραίους, Σακελαραίους, Σαρανταίους, Τσιριμωκαίους και Κλαραίους. Οι δύο τελευταίες φάρες … εγκαταστάθηκαν από παλιά στη Λαμία και απόγονοί τους ήταν ο Αρης Βελουχιώτης (Κλάρας) και ο πολιτικός Ηλίας Τσιριμώκος.
  Η πληροφορία όμως αυτή οπωσδήποτε δεν είναι σωστή ως προς τις δύο τελευταίες φάρες. Διότι οι μεν γνωστοί πολιτικοί Τσιριμωκαίοι, κατάγονται από το Μαυρίλο, στο οποίο πιθανώς ήρθαν από την Ήπειρο, οι δε Κλαραίοι (του Βελουχιώτη) εγκαταστάθηκαν στη Λαμία προερχόμενοι από τη Στυλίδα και δεν έχουν καμία σχέση με την Καΐτσα.
  Πριν όμως προχωρήσουμε στην δράση των Καϊτσιωτών αγωνιστών του 1821 και στην ιστορία της Καΐτσας μετά τον μεγάλο εκείνο απελευθερωτικό αγώνα, σκόπιμο είναι να αναφερθεί περιληπτικά και η ιστορία των αρχαίων κατοίκων της περιοχής του χωριού μας.



Απόσπασμα από τη μελέτη του κ. Δημητρίου Γ. Κουτρούμπα (Διδάκτορα Ιστορίας, Γεν. Επιθεωρητή Μ.Ε.).
Το 1992 στον 5ο τόμο της εκδόσεως «ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΔΟΜΟΚΟΥ».