Η μεταφορά της Καΐτσας από το Παλιοχώρι στη θέση που βρίσκεται τώρα άρχισε να γίνεται μετά την αγορά του κτήματος από τον Τσάπαλο. Σιγά-σιγά οι Καϊτσιώτες, κυρίως μετά το 1897, έφτιαχναν καλύβες στη Μακρυά Ράχη και ξενυχτούσαν εκεί τα βράδια μετά την κοπιαστική εργασία στον κάμπο, αφού δυσκολευόταν να ανεβοκατεβαίνουν στην ορεινή Παλιοκαΐτσα. Η προσωρινή κατοικία γρήγορα μετατρεπόταν σε μόνιμη κατοικία παρά τα προσκόμματα που έφερναν μερικοί χωριανοί καλοβολεμένοι στο Παλιοχώρι.
  Η μετακόμιση του χωριού πρέπει να ολοκληρώθηκε κατά το 1908, οπότε έγιναν τα εγκαίνια του Ι. Ναού του Αγίου Νικολάου. Το 1912 με υπουργική απόφαση ο ναός του Αγ. Νικολάου καθορίζεται ως ενορία (ΦΕΚ 66/18.2.1912) και το 1914 εκτίθεται σε δημοπρασία η επισκευή του ναού (ΦΕΚ 255/6.11.1914).
  Ο νέος ναός του Αγ. Νικολάου άρχισε το 1902 και τελείωσε το 1908 από τον εργολάβο Κατσίκα. Παράλληλα πρέπει να κτίστηκε και το Δημοτικό Σχολείο, με επιστάτη το Σπερχειαδίτη Πεντόβολο. Τα έργα πρέπει να χρηματοδοτήθηκαν από δωρεά του Ανδρέα Συγγρού, όπως έγινε και με σχολεία και ναούς και άλλων χωριών.
  Στο κτίσιμο του Ιερού Ναού αντιδρούσαν δύο ισχυροί Καϊτσιώτες, ο Κων/νος Οικονόμου και ο Δημ. Ελευθερίου, παλικαράδες της εποχής, για προσωπικούς λόγους, πήγαιναν τη νύχτα και χαλούσαν τα θεμέλια του ναού. Οι Καϊτσιώτες τότε ζήτησαν ενίσχυση από τον Δημήτριο Τερτίπη, στρατ. Διοικητή και πολιτευτή της Θεσσαλίας και φίλο του γιατρού Αθ. Καπάλα. Ο Τερτίπης εγκατέστησε φρουρά στην Καΐτσα μέχρις ότου ολοκληρώθηκε το κτίσιμο του ναού και το πήραν απόφαση πλέον οι αντιδρώντες για το μάταιο της παρεμποδίσεως.
 
  Η κοινωνική ζωή του χωριού παλιότερα.

  Οι Καϊτσιώτες παλιότερα διαπνέονταν από θρησκευτικά συναισθήματα. Αυτό μαρτυρούν οι ναοί στο Παλιοχώρι : Κοίμηση της Θεοτόκου, κεντρικός ναός στο Παλιοχώρι, 'Αγιος Γεώργιος, και οι γκρεμισμένοι ναοί του Προφήτη Ηλία, του Αγ. Στεφάνου, του Αϊ-Θανάση και του παλιού Αϊ-Νικόλα, όπου πρέπει να ήταν και το παλιό νεκροταφείο της Παλιοκαίτσας. Το καινούριο νεκροταφείο έγινε με την εγκατάσταση στο καινούριο χωριό. Το κτήμα ήταν του Κρούπα και πρώτος ταφείς ήταν ο Αθανάσιος Χαραλάμπους, πατέρας του Χαριλάκη και του Κώστα.
  Στον Αϊ-λιά γινόταν και γλέντι κάθε χρόνο στις 20 Ιουλίου. Κάποτε όμως, γύρω στα 1850 δημιουργήθηκε παρεξήγηση μεταξύ δύο αρραβωνιασμένων Καϊτσιωτών για το ποιου η αρραβωνιαστικιά θα χορέψει πρώτη. Η παρεξήγηση εξελίχθηκε σε φονικό, στο φόνο 5-6 ανθρώπων, και από τότε εγκαταλείφθηκε και το πανηγύρι και ο ναός.
Στο προαύλιο του νέου ναού του Αγ. Νικολάου τη 2η μέρα του Πάσχα όλοι οι Καϊτσιώτες χόρευαν μαζί τον «κλειστό» χορό και έλεγαν το ακόλουθο τραγούδι :
«χελιδονάκι θα γινώ, στην αραπιά θα πάω, να πιάσω έν' αραπόπουλο, μικρό σαν το πουλάκι, να κάθομαι να το ρωτώ πως πιάνεται η αγάπη, από τα μάτια πιάνεται στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει». 'Αλλος χορός ήταν ο «επάνω χορός», δηλαδή αυτός που γινόταν με δεύτερη σειρά χορευτών, που στηριζόταν στους ώμους των χορευτών της πρώτης σειράς.
  Συγκίνηση προκαλούσαν τα σαρακατσάνικα, τα ιστορικά και τα κλέφτικα, η σβαρνιάρα, τα τραγούδια για τον κλέφτη Βελούλα, για τον Γιώργο Κονδύλη και άλλα.
  Γλέντια βέβαια, γίνονταν και στο Παλιοχώρι και στην πλατεία του χωριού και στον 'Αγιο Παντελεήμονα στα Λουτρά. Ένα στιγμιότυπο θρησκευτικής πανήγυρης και γλεντιού, που έγινε με τάξη και επισημότητα στον 'Αγ. Παντελεήμονα στις 27 Ιουλίου 1927 περιγράφεται θαυμάσια στην «ΕΛΛΗΝΙΚΗ», αθηναϊκή εφημερίδα.
  Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε τον Καϊτσιώτη Ηγούμενο της Μονής Κορώνας Καρδίτσας Ιάκωβο (Ιωάννη) Κουτρούμπα (1892-1967) που παρά την ολιγογράμματη μόρφωσή του, αναδείχθηκε, λόγω της αγνής θρησκευτικής πίστεώς του σε ακτινοβολούσα, ισχυρή θρησκευτική προσωπικότητα σε ολόκληρη τη Θεσσαλία. Ως ηγούμενος Κορώνας διαδέχθηκε τον Χριστόφορο, θείο του αντιβασιλέως Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού. Ο π. Ιάκωβος ήταν χαρισματικός. Με τις ενέργειές του κτίσθηκε και ο Ναός του Αγ.Παντελεήμονα στα Λουτρά και ο Ναός του Αγ. Δημητρίου στην Καΐτσα.

  Η οικονομική ζωή.

  Οι κάτοικοι του νέου χωριού είχαν βέβαια τις ατομικές απασχολήσεις τους, τη γεωργία, την αλιεία στη λίμνη, την ξύλευση. Δρούσαν όμως και ως οργανωμένη κοινότητα νοικιάζοντας το δάσος σε ξυλεμπόρους και καρβουνεμπόρους, καθώς και λουτρά.
  Στα Πρακτικά της Βουλής στις 24.11.1909 υπάρχει τηλεγράφημα των Καϊτσιωτών, με το οποίο παρακαλούσαν την άρση του φόρου που επιβλήθηκε στα αμπέλια και στα αροτριώντα ζώα κατά το έτος 1909 ως εξής : «Οι κάτοικοι του χωρίου Καΐτσης του Δήμου Ταμασίου παρακαλούσι την σεβαστήν Βουλήν, ίνα επιβάλη φόρον επί του οινοπνεύματος, απαλλάξει δε τον λαόν από τον φόρον επί των αμπελίων και των αροτριώντων κτηνών». Προφανώς οι Καϊτσιώτες φοβόνταν τη φορολογία στα αμπέλια και στα αροτριώντα ζώα, που όλοι είχαν και δεν θίγονταν από το φόρο επί του οινοπνεύματος, που είχαν περιορισμένη παραγωγή, σύμφωνα εξ' άλλου και με τα φιλολαϊκά φορολογικά μέτρα του τότε Υπ.Οικονομικών Αθ. Ευταξία.
  Η καλλιέργεια καπνού ήταν άλλη οικονομική δραστηριότητα της Καΐτσας κατά τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Από την εφ. Βόλου «Η ΘΕΣΣΑΛΙΑ» 28.8.1909 πληροφορούμαστε ότι κατά το 1909 η παραγωγή καπνού έφθασε στις 40 χιλιάδες οκάδες, που πουλήθηκε όλος προς 2,35 - 2,40 δρχ. την οκά ως αρμάθα.
  Τα Λουτρά Καΐτσης υπήρξαν, από της απελευθερώσεως και εξής, μια ευκαιρία οικονομικής δραστηριότητας. Διασώζεται μία διαφήμιση των σπουδαίων ιαματικών ιδιοτήτων και φυσικών καλλονών των Λουτρών, που έκανε ίσως ο πρώτος μεταπελευθερωτικός ενοικιαστής Σπυρίδων Σαραγούλας κατά το 1884, στην εφ. «ΚΑΡΔΙΤΣΑ» 23.6.1884. Δημοσιεύεται επίσης από το 1907 έκθεση χημικής αναλύσεως των θειούχων υδάτων των Λουτρών, υπογεγραμμένη από τον τότε καθηγητή Πανεπιστημίου Α.Κ.Δαμβέργη, που δίδει τα 14 στοιχεία ανά λίτρο νερού και τις αντίστοιχες χρόνιες και άλλες παθήσεις, που θεραπεύονται με τη χρήση ή την πόση του νερού.
  Αλλά και ο αντίκτυπος των Λουτρών στην κοινωνική ζωή του χωριού δεν ήταν μικρός από την προσέλευση χιλιάδων λουομένων κάθε χρόνο.
  Και η λίμνη Ξυνιάδας έπαιζε ένα σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή του χωριού με την αλίευση και την εμπορία των ψαριών (τούρνες, γλύνια, κιπρίνια, πλατίτσες, ογκλιές, χανιά, κεφάλους, μπριάνες κλπ.), αλλά και με το ραγάζι και τους βάλτους. Η αποξήρανση όμως της λίμνης, που ολοκληρώθηκε το 1940 μετέβαλε κατά πολύ την οικονομική και κοινωνική ζωή του χωριού. Η αποξήρανση έδωσε στην περιοχή 36.000 στρέμματα καλλιεργησίμου γης. Μόνο που λόγω των διενέξεων των χωριανών μας δεν έλαβαν δυστυχώς μέρος στη διανομή όλοι οι κάτοικοι.
  Ασφαλώς το τρένο που πέρασε το 1912 και ο Σιδ.Σταθμός Αγγειών στον κάμπο της Καΐτσας ήταν σημαντικό γεγονός για το χωριό.
  Η μεταφορά του χρωμίου με το τρενάκι από τα Μεταλλεία Δομοκού στο Σιδ.Σταθμό Αγγειών και η μεταφόρτωσή του στο τρένο ήταν μια άλλη ευκαιρία οικονομικής κινήσεως του χωριού, αφού πολλοί εργάτες απασχολούνταν στη μεταφόρτωση.
  Η μεταφορά του κάρβουνου από το δάσος της Καΐτσας στο Σιδ.Σταθμό Αγγειών, που γινόταν κυρίως από Κουτσόβλαχους της Σαμαρίνας, έδινε μια άλλη όψη στο χωριό. Αναφέρεται ότι ο αριθμός των μουλαριών με τα οποία γινόταν η μεταφορά του κάρβουνου μέσα από το χωριό έφθασε γύρω στα 500.
  Ασφαλώς όμως οι σύγχρονες καλλιέργειες τεύτλων και βιομηχανικής ντομάτας συνέτειναν, ώστε να ξεπεραστεί κάθε προηγούμενο στην γεωργοοικονομική δραστηριότητα του χωριού.
  Τελειώνοντας θα μπορούσαν να παρατεθούν και πολλά ανέκδοτα από την παλιότερη και νεότερη ζωή του χωριού. Ίσως στο μέλλον να παρουσιαστούν αυτούσια.



Απόσπασμα από τη μελέτη του κ. Δημητρίου Γ. Κουτρούμπα (Διδάκτορα Ιστορίας, Γεν. Επιθεωρητή Μ.Ε.).
Το 1992 στον 5ο τόμο της εκδόσεως «ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΔΟΜΟΚΟΥ».